δορυδρέπανον

δορυδρέπανον
δορυδρέπανον
halbert
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δορυδρέπανον — δορυδρέπανον, το (Α) 1. δόρυ με δρεπανοειδή αιχμή, λογχοδρέπανο σε χρήση κυρίως σε ναυμαχίες για να πλήττει και να συγκρατεί κατόπιν τον εχθρό 2. πολιορκητική μηχανή για διόρυξη τείχους ή κατακρήμνιση τών εχθρών απ αυτό …   Dictionary of Greek

  • δορυδρεπάνοις — δορυδρέπανον halbert neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρεπάνων — δορυδρέπανον halbert neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρεπάνῳ — δορυδρέπανον halbert neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δορυδρέπανα — δορυδρέπανον halbert neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”